- αναγνώθω
- και αναγνώνω (Μ ἀναγνώθω και ἀναγνώνω) αναγινώσκω, διαβάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνέγνωσα, αόρ. τού ἀναγινώσκω κατά το πρότυπο ρημάτων όπως το κλώθω (έκλωσα-κλώθω). Ο τ. ἀναγνώνω κατά τα ρ. σε -ώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγνώνω — και αναγνώθω ανάγνωσα, διαβάζω: Τι αναγνώνεις τόση ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)